Greek Vocabulary
Click on letter: GT-Google Translate; GD-Google Define; H-Collins; L-Longman; M-Macmillan; O-Oxford; © or C-Cambridge

GT GD C H L M O
a

GT GD C H L M O
ability /əˈbɪl.ɪ.ti/ = NOUN: ικανότητα, δυνατότητα, επιδεξιότητα, ευφυία; USER: ικανότητα, δυνατότητα, ικανότητά, την ικανότητα, την ικανότητά

GT GD C H L M O
access /ˈæk.ses/ = NOUN: πρόσβαση, είσοδος, προσέγγιση, προσχώρηση, φθάσιμο; USER: πρόσβαση, μεταβείτε, πρόσβαση σε, πρόσβασης, έχουν πρόσβαση

GT GD C H L M O
across /əˈkrɒs/ = ADVERB: απέναντι, πέραν, εγκαρσίως; PREPOSITION: διά μέσου; USER: απέναντι, πέραν, όλη, σε όλη, ολόκληρη

GT GD C H L M O
activities /ækˈtɪv.ɪ.ti/ = NOUN: δραστηριότητες; USER: δραστηριότητες, δραστηριοτήτων, τις δραστηριότητες, δραστηριότητες που, δραστηριότητές, δραστηριότητές

GT GD C H L M O
all /ɔːl/ = ADJECTIVE: όλα, όλες, όλοι, όλη, όλο, όλος, πας, απάντες; NOUN: το όλο; ADVERB: όλως; USER: όλα, όλες, όλοι, όλη, όλο, όλο

GT GD C H L M O
also /ˈɔːl.səʊ/ = ADVERB: επίσης, επί πλέον; USER: επίσης, και, επίσης να, επίσης να

GT GD C H L M O
amongst /əˈmʌŋ/ = USER: μεταξύ, ανάμεσα, μεταξύ των, ανάμεσα σε

GT GD C H L M O
an /ən/ = ARTICLE: ένα, μια, ένας; USER: ένα, μια, ένας, μία, η

GT GD C H L M O
and /ænd/ = CONJUNCTION: και; USER: και, και την, και να, και της, και των, και των

GT GD C H L M O
android /ˈæn.drɔɪd/ = USER: android, το Android, ανδροειδών, αρρενωπό, ανδροειδές

GT GD C H L M O
any /ˈen.i/ = PRONOUN: κάθε, καθόλου, όποιος, πας; USER: κάθε, οποιαδήποτε, οποιοδήποτε, τυχόν, οποιασδήποτε, οποιασδήποτε

GT GD C H L M O
appreciate /əˈpriː.ʃi.eɪt/ = VERB: εκτιμώ; USER: εκτιμώ, εκτιμήσουν, εκτιμούν, εκτιμήσετε, εκτιμήσει

GT GD C H L M O
are /ɑːr/ = NOUN: εκτάριο; VERB: ενικό και πλυθιντικό του είναι; USER: είναι, Δεν, έχουν, τα, οι, οι

GT GD C H L M O
as /əz/ = CONJUNCTION: ως, καθώς, επειδή; USER: ως, καθώς, όπως, και, και

GT GD C H L M O
at /ət/ = PREPOSITION: στο, κατά, στη, στον, εις, εν; NOUN: παπάκι; USER: στο, κατά, στη, στον, σε, σε

GT GD C H L M O
audio /ˈɔː.di.əʊ/ = USER: audio, ήχου, ήχο, ήχος, ακουστικά

GT GD C H L M O
august /ɔːˈɡʌst/ = ADJECTIVE: σεβάσμιος; USER: Αύγουστος, Αυγ., Αύγ., Αύγουστο, Αυγ

GT GD C H L M O
back /bæk/ = ADVERB: πίσω, οπίσω, όπισθεν; NOUN: πλάτη, βάθος, νώτα, κώλος; VERB: υποστηρίζω, οπισθοχωρώ; USER: πίσω, πλάτη, back, πίσω μέρος, επιστροφή, επιστροφή

GT GD C H L M O
be /biː/ = USER: be-, be, είναι, υπάρχω, γίνομαι; USER: είναι, να, να είναι, ήταν, θα, θα

GT GD C H L M O
because /bɪˈkəz/ = CONJUNCTION: επειδή, διότι; USER: επειδή, διότι, λόγω, γιατί, γιατί

GT GD C H L M O
benefit /ˈben.ɪ.fɪt/ = NOUN: όφελος, πλεονέκτημα, ευεργέτημα, κέρδος, αποζημίωση; VERB: ωφελούμαι, ωφελώ; USER: όφελος, επωφεληθούν, επωφελούνται, επωφεληθεί, ωφεληθούν

GT GD C H L M O
better /ˈbet.ər/ = ADVERB: καλύτερα, προτιμότερο; ADJECTIVE: καλύτερος, μεγαλύτερος, καταλληλότερος; VERB: καλυτερεύω, βελτιώνω; NOUN: αυτός που στοιχηματίζει; USER: καλύτερα, καλύτερος, καλύτερη, καλύτερο, καλύτερες

GT GD C H L M O
blog /blɒɡ/ = USER: blog, το blog, ιστολόγιο, στο blog, ιστολόγιό

GT GD C H L M O
but /bʌt/ = CONJUNCTION: αλλά, πλην, μόλις; PREPOSITION: εκτός; USER: αλλά, όμως, αλλά και, αλλά η, αλλά η

GT GD C H L M O
by /baɪ/ = PREPOSITION: με, υπό; ADVERB: δίπλα, πλησίον; USER: με, από, κατά, από την, από τον, από τον

GT GD C H L M O
can /kæn/ = VERB: μπορώ, δύναμαι, κονσερβοποιώ; NOUN: κουτί, κονσέρβα, μεταλλικό δοχείο, κονσερβοκούτι, μπιτόνι, τενεκές; USER: μπορώ, μπορεί, να, μπορεί να, μπορούν

GT GD C H L M O
care /keər/ = NOUN: φροντίδα, περίθαλψη, προσοχή, έγνοια, σκοτούρα; VERB: φροντίζω, νοιάζομαι; USER: φροντίδα, περίθαλψη, νοιάζονται, νοιάζει, φροντίσει

GT GD C H L M O
certain /ˈsɜː.tən/ = ADJECTIVE: βέβαιος, ορισμένος, σίγουρος, κάποιος, ασφαλής; USER: ορισμένες, ορισμένα, ορισμένων, ορισμένους, ορισμένοι

GT GD C H L M O
channel /ˈtʃæn.əl/ = VERB: αλλάζω, μεταβάλλω, αλλάσσω, μετασχηματίζω, αλλοιώνω; USER: κανάλι, δίαυλος, καναλιού, καναλιών, διαύλου

GT GD C H L M O
come /kʌm/ = VERB: έρχομαι, φθάνω, γίνομαι, παριστάνω; ADJECTIVE: ερχόμενος, προσεχής, μελλοντικός; USER: έλα, έρχονται, έρθει, προέρχονται, έρθουν, έρθουν

GT GD C H L M O
comfort /ˈkʌm.fət/ = NOUN: άνεση, παρηγοριά, ανακούφιση, κομφόρ, κουράγιο; VERB: ανακουφίζω, παρηγορώ, ενθαρρύνω, αναπαύω; USER: άνεση, Ανέσεις, Comfort, άνεσης, την άνεση

GT GD C H L M O
computer /kəmˈpjuː.tər/ = NOUN: ηλεκτρονικός υπολογιστής; USER: ηλεκτρονικός υπολογιστής, υπολογιστή, υπολογιστής, τον υπολογιστή, υπολογιστών

GT GD C H L M O
connected /kəˈnek.tɪd/ = ADJECTIVE: συνδεδεμένος; USER: συνδεδεμένος, συνδέεται, συνδέονται, συνδεδεμένο, συνδεθεί

GT GD C H L M O
connectivity /ˌkɒn.ekˈtɪv.ɪ.ti/ = USER: συνδεσιμότητα, σύνδεσης, συνδεσιμότητας, σύνδεση, συνδετικότητα

GT GD C H L M O
consoles = NOUN: κονσόλα; USER: κονσόλες, κονσολών, τις κονσόλες, οι κονσόλες, κονσόλες Κονσόλες"

GT GD C H L M O
content /kənˈtent/ = NOUN: περιεχόμενο, περιεκτικότητα, ευχαρίστηση; ADJECTIVE: ικανοποιημένος, ευχαριστημένος; VERB: ευχαριστώ, ικανοποιώ; USER: περιεχόμενο, περιεκτικότητα, περιεχομένου, περιεκτικότητα σε, το περιεχόμενο

GT GD C H L M O
contexts /ˈkɒn.tekst/ = NOUN: συμφραζόμενα, γενικό πλαίσιο, συναφής έκφραση; USER: περιβάλλοντα, πλαίσια, πλαίσιο, πλαισίων, καταστάσεις

GT GD C H L M O
convert /kənˈvɜːt/ = VERB: μετατρέπω, σφετερίζομαι, προσηλυτίζω; NOUN: προσήλυτος; ADJECTIVE: προσήλυτος; USER: μετατρέπουν, μετατροπή, μετατρέψετε, μετατρέψει, τη μετατροπή

GT GD C H L M O
converts /kənˈvɜːt/ = NOUN: προσήλυτος; USER: μετατρέπει, μετατρέπει το, μετατρέπει την, μετατρέπει τα, μετατρέπεται

GT GD C H L M O
cooking /ˈkʊk.ɪŋ/ = NOUN: μαγείρεμα, μαγείρευμα; USER: μαγείρεμα, μαγειρέματος, μαγειρική, το μαγείρεμα, μαγειρικής

GT GD C H L M O
customer /ˈkʌs.tə.mər/ = NOUN: πελάτης; USER: πελάτης, πελάτη, πελατών, των πελατών, Εξυπηρέτηση πελατών

GT GD C H L M O
customers /ˈkʌs.tə.mər/ = NOUN: πελάτες; USER: πελάτες, τους πελάτες, πελατών, οι πελάτες, των πελατών

GT GD C H L M O
degree /dɪˈɡriː/ = NOUN: βαθμός, πτυχίο, δίπλωμα, μοίρα, κοινωνική θέση, βαθμός συγκρίσεως, βαθμός θερμοκρασίας, μοίρα κύκλου; USER: βαθμός, πτυχίο, δίπλωμα, βαθμό, βαθμού

GT GD C H L M O
device /dɪˈvaɪs/ = NOUN: συσκευή, μηχανισμός, μηχάνημα, τέχνασμα, επινόημα, εφεύρεση, μαραφέτι; USER: συσκευή, συσκευής, διάταξη, τη συσκευή, διάταξης

GT GD C H L M O
devices /dɪˈvaɪs/ = NOUN: συσκευή, μηχανισμός, μηχάνημα, τέχνασμα, επινόημα, εφεύρεση, μαραφέτι; USER: συσκευές, συσκευών, διατάξεις, συσκευές που, διατάξεων

GT GD C H L M O
different /ˈdɪf.ər.ənt/ = ADJECTIVE: διαφορετικός, αλλοιώτικος; USER: διαφορετικός, διαφορετικές, διαφορετικά, διαφορετική, διαφόρων, διαφόρων

GT GD C H L M O
do /də/ = VERB: κάνω, πράττω, εκτελώ, κάμνω, ποιώ; NOUN: ντο, υποδοχή; USER: κάνω, κάνει, κάνετε, κάνουν, κάνουμε, κάνουμε

GT GD C H L M O
dyslexia /dəsˈleksēə/ = USER: δυσλεξία, δυσλεξίας, τη δυσλεξία, η δυσλεξία, της δυσλεξίας,

GT GD C H L M O
ease /iːz/ = NOUN: ευκολία, ανάπαυση, ησυχία; VERB: ανακουφίζω, ευκολύνω, ελαφρύνω, ησυχάζω; USER: ευκολία, διευκολύνει, την ευκολία, διευκολυνθεί, διευκολύνουν

GT GD C H L M O
easy /ˈiː.zi/ = ADJECTIVE: εύκολος, άνετος; USER: εύκολος, εύκολο, εύκολη, εύκολα, πιο εύκολη

GT GD C H L M O
effortless /ˈef.ət.ləs/ = ADJECTIVE: χωρίς προσπάθεια, άκοπος; USER: χωρίς προσπάθεια, εύκολη, αβίαστη, προσπάθεια, κόπο

GT GD C H L M O
enabling /ɪˈneɪ.bl̩/ = VERB: καθιστώ ικανό; USER: επιτρέποντας, επιτρέπει, που επιτρέπει, επιτρέπουν, δυνατότητα

GT GD C H L M O
engaging /ɪnˈɡeɪ.dʒɪŋ/ = ADJECTIVE: ελκυστικός, συμπαθητικός, ευχάριστος; USER: συμμετοχή, εμπλοκής, εμπλοκή, τη συμμετοχή, ασκούν

GT GD C H L M O
etc /ɪt.ˈset.ər.ə/ = ADVERB: και τα λοιπά; USER: κλπ, κλπ., κ.λπ., etc, κτλ, κτλ

GT GD C H L M O
feature /ˈfiː.tʃər/ = NOUN: χαρακτηριστικό, χαρακτηριστικό εξέχον θέμα; VERB: προεξέχω, χαρακτηρίζω; USER: χαρακτηριστικό, δυνατότητα, διαθέτουν, λειτουργία, χαρακτηριστικό γνώρισμα

GT GD C H L M O
feeds /fiːd/ = NOUN: τροφή, ταγή; VERB: ταΐζω, τρέφω, τρέφομαι, τροφοδοτώ; USER: feeds, τροφές, ζωοτροφές, τροφοδοσίες, Αρχεία ροής

GT GD C H L M O
fly /flaɪ/ = NOUN: μύγα; VERB: πετώ, ταξιδεύω, ίπταμαι, φεύγω; USER: μύγα, πετούν, πετάξει, φέρουν, πετάξετε

GT GD C H L M O
followers /ˈfɒl.əʊ.ər/ = NOUN: οπαδός; USER: οπαδούς, οπαδοί, οι οπαδοί, followers, τους οπαδούς, τους οπαδούς

GT GD C H L M O
for /fɔːr/ = PREPOSITION: για, επί, υπέρ, περί, διά, χάριν, εις, ένεκα; CONJUNCTION: διότι; USER: για, για την, για το, για τη, για τις, για τις

GT GD C H L M O
free /friː/ = ADVERB: δωρεάν, τζάμπα; ADJECTIVE: ελεύθερος, απηλλαγμένος, ανέξοδος; VERB: ελευθερώνω; USER: δωρεάν, ελεύθερος, Ατελώς, ελεύθερη, χωρίς, χωρίς

GT GD C H L M O
from /frɒm/ = PREPOSITION: από, εκ, παρά; USER: από, από την, από το, από τις, από τη, από τη

GT GD C H L M O
front /frʌnt/ = NOUN: εμπρός, μέτωπο, πρόσοψη, πρόσοψις; VERB: αντιμετωπίζω; ADJECTIVE: εμπρόσθινος; USER: εμπρός, πρόσοψη, μέτωπο, μπροστά, μπροστινό, μπροστινό

GT GD C H L M O
gaming /ˈɡeɪ.mɪŋ/ = VERB: παίζω; USER: gaming, τυχερών παιχνιδιών, παιχνίδια, παιχνιδιών, τυχερού παιχνιδιού

GT GD C H L M O
get /ɡet/ = VERB: παίρνω, αποκτώ, λαμβάνω, πηγαίνω, κερδίζω, γίνομαι, φθάνω, προμηθεύομαι, επιτυγχάνω, συμμαζεύω; USER: πάρετε, να, πάρει, να πάρει, να πάρετε

GT GD C H L M O
giving /ɡɪv/ = NOUN: χορήγηση; USER: χορήγηση, δίνοντας, δίνει, κατάφερε να βρει, δίνοντάς, δίνοντάς

GT GD C H L M O
great /ɡreɪt/ = ADJECTIVE: μεγάλος, σπουδαίος, μέγας; USER: μεγάλος, μεγάλη, μεγάλο, μεγάλες, great, great

GT GD C H L M O
handicaps /ˈhandɪkap/ = NOUN: μειονέκτημα, εμπόδιο, δρόμος με εμπόδεια; VERB: εμποδίζω; USER: μειονεκτήματα, μειονεκτημάτων, μειονεκτήματα που, αναπηρίες,

GT GD C H L M O
hardware /ˈhɑːd.weər/ = NOUN: σκεύη, σιδηρά εργαλεία, μηχανήματα υπολογιστών; USER: hardware, υλικού, υλικό, το υλικό, του υλικού

GT GD C H L M O
have /hæv/ = VERB: έχω, λαμβάνω, αναγκάζομαι, κατέχω, γαμώ; USER: έχω, έχουν, έχει, πρέπει, έχετε, έχετε

GT GD C H L M O
he /hiː/ = PRONOUN: αυτός; USER: αυτός, που, ότι, ο, θα, θα

GT GD C H L M O
helps /help/ = NOUN: βοήθεια, αρωγή, βοηθός; VERB: βοηθώ; USER: βοηθά, συμβάλλει, βοηθάει, βοηθά στην, σας βοηθά, σας βοηθά

GT GD C H L M O
here /hɪər/ = ADVERB: εδώ; USER: εδώ, εδώ για, here, εδώ και, εδώ και κάτω, εδώ και κάτω

GT GD C H L M O
home /həʊm/ = NOUN: σπίτι, κατοικία, οικία, οίκος; USER: σπίτι, αρχική σελίδα, στο σπίτι, αρχική, σπιτιού, σπιτιού

GT GD C H L M O
immediately /ɪˈmiː.di.ət.li/ = ADVERB: αμέσως, άμεσα; USER: αμέσως, άμεσα, άμεση, πάραυτα, πάραυτα

GT GD C H L M O
impairment /ɪmˈpeər/ = NOUN: βλάβη, χειροτέρευση, ελάττωση; USER: βλάβη, απομείωσης, απομείωση, δυσλειτουργία, ηπατική

GT GD C H L M O
in /ɪn/ = PREPOSITION: σε, εν, εντός, εις, μέσα; USER: σε, στην, στο, στη, στον, στον

GT GD C H L M O
increase /ɪnˈkriːs/ = NOUN: αύξηση; VERB: αυξάνω, αβγατίζω, επαυξάνω, πληθαίνω, πληθύνω; USER: αύξηση, αυξήσει, αυξηθεί, την αύξηση, αυξήσουν

GT GD C H L M O
independent /ˌindəˈpendənt/ = ADJECTIVE: ανεξάρτητος; USER: ανεξάρτητος, ανεξάρτητη, ανεξάρτητο, ανεξάρτητων, ανεξάρτητες

GT GD C H L M O
initiators /ɪˈnɪʃ.i.eɪ.tər/ = NOUN: μυητής, εισάγων εις τα μυστήρια; USER: εμπνευστές, Υποκινητές, εκκινητές, εναρκτήρες, διεγέρτες,

GT GD C H L M O
instead /ɪnˈsted/ = ADVERB: αντί, αντί αυτού, σε αντικατάσταση, εις αντικατάσταση; USER: αντί, αντί να, αντί για, αντί για

GT GD C H L M O
interactive /ˌintərˈaktiv/ = ADJECTIVE: αλληλεπιδραστικός; USER: διαδραστικό, διαδραστικά, διαδραστική, διαδραστικές, διαδραστικών, διαδραστικών

GT GD C H L M O
internet /ˈɪn.tə.net/ = NOUN: Internet, Διαδίκτυο; USER: Διαδίκτυο, Internet, Ίντερνετ, στο internet, στο Ίντερνετ

GT GD C H L M O
into /ˈɪn.tuː/ = PREPOSITION: σε, μέσα, εντός, εις; USER: σε, μέσα, στην, στο, στη, στη

GT GD C H L M O
is /ɪz/ = USER: είναι, είναι η, αποτελεί, έχει, βρίσκεται, βρίσκεται

GT GD C H L M O
it /ɪt/ = PRONOUN: το, αυτό; USER: αυτό, το, είναι, να, ότι, ότι

GT GD C H L M O
kiosks /ˈkiː.ɒsk/ = NOUN: περίπτερο, κιόσκι; USER: περίπτερα, κιόσκια, περιπτέρων, περίπτερα Περίπτερα, περίπτερα Περίπτερα σε

GT GD C H L M O
language /ˈlæŋ.ɡwɪdʒ/ = NOUN: γλώσσα; USER: γλώσσα, γλώσσας, γλωσσών, γλώσσες, γλωσσικές, γλωσσικές

GT GD C H L M O
learning /ˈlɜː.nɪŋ/ = NOUN: vzdělání, studium, učenost, vědomost; USER: μάθηση, μάθησης, εκμάθηση, εκμάθησης, μαθησιακές, μαθησιακές

GT GD C H L M O
like /laɪk/ = CONJUNCTION: σαν; VERB: συμπαθώ, αρέσω, αγαπώ, βρίσκω καλό, ευρίσκω καλόν; ADJECTIVE: όμοιος; ADVERB: καθώς, αφάνταστα; USER: σαν, όπως, όπως το, όπως η

GT GD C H L M O
link /lɪŋk/ = NOUN: σύνδεσμος, δεσμός, κρίκος; VERB: συνδώ, ενώνω; USER: σύνδεσμος, δεσμός, κρίκος, σύνδεσμο, σύνδεση

GT GD C H L M O
list /lɪst/ = NOUN: λίστα, κατάλογος, κατάσταση, κλίση; VERB: καταγράφω, ακροώμαι, γερνώ, κλίνω; USER: λίστα, κατάλογος, κατάλογο, καταλόγου, λίστας, λίστας

GT GD C H L M O
listen /ˈlɪs.ən/ = VERB: ακούω, αφουγκράζομαι, προσέχω, ακροώμαι; USER: ακούω, ακούσετε, να ακούσετε, ακούσουν, ακούτε, ακούτε

GT GD C H L M O
listened /ˈlɪs.ən/ = VERB: ακούω, αφουγκράζομαι, προσέχω, ακροώμαι; USER: άκουσαν, άκουσα, άκουγε, ακούσει, άκουσε

GT GD C H L M O
listening /ˈlisən/ = VERB: ακούω, αφουγκράζομαι, προσέχω, ακροώμαι; USER: ακούτε, ακούγοντας, ακρόασης, ακρόαση, ακούει, ακούει

GT GD C H L M O
location /ləʊˈkeɪ.ʃən/ = NOUN: τοποθεσία, τοποθέτηση, εύρεση; USER: τοποθεσία, θέση, τοποθεσιών, τοποθεσίας, των τοποθεσιών

GT GD C H L M O
long /lɒŋ/ = ADJECTIVE: μακρύς, μάκρος, χρόνιος; VERB: ποθώ, υπερεπιθυμώ; ADVERB: επί μάκρον; USER: μακρύς, μακρά, καιρό, μεγάλο, μεγάλη, μεγάλη

GT GD C H L M O
main /meɪn/ = ADJECTIVE: κύριος, ουσιώδης, πρωτεύων; NOUN: κεντρικός αγωγός, κύριος αγωγός, κύριος σωλήνας, ανοικτή θάλασσα; USER: κύριος, κύρια, κύριο, κύριας, κύριες

GT GD C H L M O
many /ˈmen.i/ = ADJECTIVE: πολοί; USER: πολλά, πολλές, πολλοί, πολλούς, πολλών, πολλών

GT GD C H L M O
market /ˈmɑː.kɪt/ = NOUN: αγορά; VERB: εμπορεύομαι, πωλώ στην αγορά, πωλώ σε αγορά; USER: αγορά, αγοράς, της αγοράς, στην αγορά, στην αγορά

GT GD C H L M O
missing /ˈmɪs.ɪŋ/ = ADJECTIVE: απών, λείπων; USER: λείπει, λείπουν, που λείπουν, που λείπει, ελλείποντα

GT GD C H L M O
mobile /ˈməʊ.baɪl/ = ADJECTIVE: κινητός, ευκίνητος, σβέλτος; USER: κινητός, κινητό, κινητά, κινητής, κινητών, κινητών

GT GD C H L M O
more /mɔːr/ = ADVERB: περισσότερο, πλέον, ακόμη, πιό, παραπάνω, μάλλον, κι άλλο; ADJECTIVE: περισσότερος, πιότερος; USER: περισσότερο, ακόμη, πλέον, περισσότερα, πιο

GT GD C H L M O
most /məʊst/ = ADVERB: πλέον, μάλλον; ADJECTIVE: περισσότερος, πλείστος; NOUN: πλείστο, πλείστοι, μάλιστα; USER: πλέον, πιο, περισσότερες, περισσότερα, περισσότεροι

GT GD C H L M O
multi /mʌl.ti-/ = USER: multi, πολυ, πολλαπλών, πολλαπλά, πολλών

GT GD C H L M O
new /njuː/ = ADJECTIVE: νέος, καινούργιος, καινουργής, πρόσφατος, φρέσκος; USER: νέος, νέα, νέο, νέων, νέες, νέες

GT GD C H L M O
not /nɒt/ = ADVERB: δεν, όχι, μη; USER: δεν, όχι, μη, μην, δεν είναι, δεν είναι

GT GD C H L M O
notably /ˈnəʊ.tə.bli/ = ADVERB: ιδιαίτερα, ειδικά, σημαντικά, αξιόλογα, ιδιαιτερώς; USER: ιδιαίτερα, ειδικά, σημαντικά, ιδίως, κυρίως

GT GD C H L M O
now /naʊ/ = ADVERB: τώρα, λοιπόν, όμως, τώρα λοιπόν; USER: τώρα, επιχειρηση, την επιχειρηση, πλέον, με την επιχειρηση, με την επιχειρηση

GT GD C H L M O
of /əv/ = PREPOSITION: του, από; USER: από, του, της, των, των

GT GD C H L M O
often /ˈɒf.ən/ = ADVERB: συχνά, τακτικά, πολλάκις; USER: συχνά, συνήθως, φορές, πολλές φορές, που συχνά, που συχνά

GT GD C H L M O
on /ɒn/ = PREPOSITION: επί, κατά, προς, επάνω, εμπρός, εις; ADVERB: κατά συνέχεια; USER: επί, κατά, για, σε, σχετικά, σχετικά

GT GD C H L M O
online /ˈɒn.laɪn/ = USER: σε απευθείας σύνδεση, απευθείας σύνδεση, σύνδεση, απευθείας, διαδίκτυο, διαδίκτυο

GT GD C H L M O
or /ɔːr/ = CONJUNCTION: ή; USER: ή, και, ή να, είτε, ή την, ή την

GT GD C H L M O
other /ˈʌð.ər/ = ADJECTIVE: άλλος; USER: άλλος, άλλα, άλλες, άλλων, άλλους, άλλους

GT GD C H L M O
our /aʊər/ = PRONOUN:

GT GD C H L M O
out /aʊt/ = ADVERB: έξω, απέξω; PREPOSITION: εκτός, εκ; USER: έξω, εκτός, από, out, Αναχώρηση, Αναχώρηση

GT GD C H L M O
page /peɪdʒ/ = NOUN: σελίδα, σελιδοποίηση, παις υπηρέτης; VERB: σελιδοποιώ, σελιδογραφώ, ακολουθώ ως υπηρέτης, διαλαλώ το όνομα τίνος; USER: σελίδα, σελίδας, τη σελίδα, της σελίδας, σελίδα του

GT GD C H L M O
pc /ˌpiːˈsiː/ = USER: pc, Υ, υπολογιστή, Τ.Κ., τεμ

GT GD C H L M O
periods /ˈpɪə.ri.əd/ = NOUN: έμμηνα; USER: περιόδων, περιόδους, περίοδοι, χρονικές περιόδους, περιόδους που

GT GD C H L M O
phone /fəʊn/ = NOUN: τηλέφωνο; VERB: τηλεφωνώ; USER: τηλέφωνο, τηλεφώνου, τηλέφωνό, κινητό, τηλεφωνίας, τηλεφωνίας

GT GD C H L M O
place /pleɪs/ = NOUN: θέση, μέρος, τόπος, τοποθέτηση, σημείο, πλατεία; VERB: τοποθετώ, θέτω; USER: θέση, μέρος, τόπος, σημείο, τόπο, τόπο

GT GD C H L M O
podcasts /ˈpɒd.kɑːst/ = USER: podcasts, τα podcasts, τα podcast

GT GD C H L M O
portable /ˈpɔː.tə.bl̩/ = ADJECTIVE: φορητός; USER: φορητός, φορητό, φορητή, φορητές, φορητών

GT GD C H L M O
printing /ˈprɪn.tɪŋ/ = NOUN: εκτύπωση, τύπωση, τυπογραφία; ADJECTIVE: τυπογραφικός; USER: εκτύπωση, εκτύπωσης, την εκτύπωση, εκτυπώσεις, εκτυπώσεως

GT GD C H L M O
products /ˈprɒd.ʌkt/ = NOUN: προϊόν, γινόμενο; USER: προϊόντα, προϊόντων, τα προϊόντα, των προϊόντων, προϊόντα που

GT GD C H L M O
propose /prəˈpəʊz/ = VERB: προτείνω, προτίθεμαι, κάνω πρόταση γάμου, σχεδιάζω; USER: προτείνω, προτείνει, προτείνουν, προτείνουμε, να προτείνει

GT GD C H L M O
proposed /prəˈpəʊz/ = VERB: προτείνω, προτίθεμαι, κάνω πρόταση γάμου, σχεδιάζω; USER: προτείνει, προτείνεται, πρότεινε, προταθεί, προτείνονται

GT GD C H L M O
provides /prəˈvaɪd/ = VERB: προμηθεύω, εφοδιάζω, προνοώ; USER: παρέχει, προβλέπει, ορίζει, προσφέρει, ™ παρέχει

GT GD C H L M O
putting /ˌɒfˈpʊt.ɪŋ/ = VERB: βάζω, θέτω, βάλλω; USER: βάζοντας, θέτοντας, θέση, τοποθέτηση, τη θέση, τη θέση

GT GD C H L M O
range /reɪndʒ/ = NOUN: σειρά, εμβέλεια, απόσταση, έκταση, διακύμανση, βεληνεκές, τάξη, βολή, αχτίνα, στόφα, μαγειρική θερμάστρα; VERB: παρατάσσω, εκτείνομαι, ευρίσκομαι, περιφέρομαι, καθορίζω τιμές; USER: σειρά, εμβέλεια, απόσταση, φάσμα, εύρος

GT GD C H L M O
reach /riːtʃ/ = NOUN: έκταση, φθάσιμο, τέντωμα, εφικτή απόσταση; VERB: φθάνω, εκτείνω, εκτείνομαι; USER: φθάσουν, φτάσουν, φτάσετε, φτάσει, φθάσει, φθάσει

GT GD C H L M O
reading /ˈriː.dɪŋ/ = NOUN: ανάγνωση, διάβασμα, ερμηνεία, ανάγνωσμα; USER: ανάγνωση, διάβασμα, την ανάγνωση, ανάγνωσης, διαβάζοντας, διαβάζοντας

GT GD C H L M O
reasons /ˈriː.zən/ = NOUN: αιτιολογικό; USER: λόγους, τους λόγους, λόγοι, λόγων, λόγους που

GT GD C H L M O
recipes /ˈres.ɪ.pi/ = NOUN: συνταγή; USER: συνταγές, τις συνταγές, συνταγών, συνταγές για, συνταγές που

GT GD C H L M O
rss /ˌɑːr.esˈes/ = USER: rss, rss Στην, rss |

GT GD C H L M O
same /seɪm/ = NOUN: ίδιο; ADJECTIVE: ίδιος, όμοιος; PRONOUN: ίδιος; USER: ίδιο, ίδιος, ίδια, ίδιες, ίδιας, ίδιας

GT GD C H L M O
save /seɪv/ = PREPOSITION: εκτός; VERB: σώζω, αποταμιεύω, γλιτώνω, οικονομώ; USER: εκτός, αποθηκεύσετε, σώσει, αποταμιεύσετε, εξοικονομήσει

GT GD C H L M O
say /seɪ/ = VERB: λέγω; USER: πω, λένε, πει, να πω, πείτε, πείτε

GT GD C H L M O
sending /send/ = VERB: στέλνω, αποστέλλω, στέλλω, πέμπω; USER: αποστολή, την αποστολή, στέλνοντας, αποστολής, αποστέλλοντας

GT GD C H L M O
server /ˈsɜː.vər/ = NOUN: υπηρέτης, δίσκος; USER: διακομιστή, διακομιστής, εξυπηρετητή, διακομιστές, σέρβερ

GT GD C H L M O
service /ˈsɜː.vɪs/ = NOUN: υπηρεσία, εξυπηρέτηση, σέρβις, λειτουργία, θητεία; VERB: εξυπηρετώ, υπηρετώ, φροντίζω; USER: υπηρεσία, σέρβις, εξυπηρέτηση, υπηρεσιών, υπηρεσίας

GT GD C H L M O
sharing /ˈdʒɒb.ʃeər/ = NOUN: μοιρασιά; USER: ανταλλαγή, μοιράζονται, κοινή χρήση, την ανταλλαγή, μοιράζεται

GT GD C H L M O
she /ʃiː/ = PRONOUN: αυτή, εκείνη; USER: αυτή, εκείνη, που, ότι, ίδια

GT GD C H L M O
show /ʃəʊ/ = NOUN: προβολή, επίδειξη, έκθεση, σόου, θέαμα, θέατρο; VERB: δείχνω, εμφανίζω, φαίνομαι, δεικνύω; USER: προβολή, δείχνουν, δείξει, εμφάνιση, δείτε

GT GD C H L M O
side /saɪd/ = NOUN: πλευρά, μέρος, πλευρό, μεριά; ADJECTIVE: πλάγιος; USER: πλευρά, πλευράς, πλευρά της, πλάι, πλευρικά

GT GD C H L M O
since /sɪns/ = PREPOSITION: seit; CONJUNCTION: seit, da, weil, seitdem, zumal, nun, wo; ADVERB: seitdem, inzwischen; USER: από, αφού, επειδή, από τότε, από το, από το

GT GD C H L M O
site /saɪt/ = NOUN: τοποθεσία, θέση, οικόπεδο; USER: τοποθεσία, θέση, οικόπεδο, ιστοσελίδα, χώρο

GT GD C H L M O
sites /saɪt/ = NOUN: τοποθεσία, θέση, οικόπεδο; USER: sites, τοποθεσίες, θέσεις, περιοχές, τόπων

GT GD C H L M O
smartphone /ˈsmɑːt.fəʊn/ = USER: smartphone, το smartphone, smartphone της, smartphone που, έξυπνο τηλέφωνο

GT GD C H L M O
solution /səˈluː.ʃən/ = NOUN: διάλυμα, λύση, επίλυση, διάλυση; USER: διάλυμα, λύση, διαλύματος, λύσης, επίλυση

GT GD C H L M O
speech /spiːtʃ/ = NOUN: ομιλία, λόγος, φωνή, λαλιά; USER: ομιλία, ομιλίας, λόγου, ομιλία του, λόγο, λόγο

GT GD C H L M O
spend /spend/ = VERB: ξοδεύω, δαπανώ, αναλώνω, εξοδεύω; USER: ξοδεύουν, δαπανούν, περνούν, περάσετε, περάσουν, περάσουν

GT GD C H L M O
step /step/ = NOUN: βήμα, βαθμίδα, βαθμίς, σκαλοπάτι, διάβημα; VERB: πατώ, βηματίζω; USER: βήμα, εντείνει, εντείνουν, το βήμα, ενισχύσει

GT GD C H L M O
stove /stəʊv/ = NOUN: σόμπα, κουζίνα, θερμάστρα, στόφα; USER: σόμπα, κουζίνα, φούρνο, κουζίνας, σόμπας

GT GD C H L M O
strain /streɪn/ = NOUN: ένταση, προσπάθεια, τάση, τέντωμα, ζόρι, γένος, άσμα, τόνος, διάστρεμμα; VERB: στραγγίζω, εντείνω, υπερεντείνω, τεντώνω, ζορίζω, σουρώνω, βιάζω; USER: ένταση, στέλεχος, στελέχους, σουρώνουμε, στραγγίσουν

GT GD C H L M O
such /sʌtʃ/ = PRONOUN: τέτοιος, τοιούτος, τάδε; USER: τέτοιος, όπως, τέτοια, εν λόγω, αυτών, αυτών

GT GD C H L M O
supported /səˈpɔːt/ = VERB: υποστηρίζω, στηρίζω, συντηρώ, στυλώνω, ανέχομαι; USER: υποστηρίζονται, υποστηρίζεται, υποστηριζόμενη, υποστήριξη, υποστήριξε

GT GD C H L M O
sure /ʃɔːr/ = ADJECTIVE: σίγουρος, βέβαιος, ασφαλής; ADVERB: βέβαια; USER: βέβαιος, σίγουρος, ότι, σίγουροι, βεβαιωθείτε, βεβαιωθείτε

GT GD C H L M O
systems /ˈsɪs.təm/ = NOUN: σύστημα, μέθοδος; USER: συστήματα, συστημάτων, τα συστήματα, των συστημάτων, σύστημα

GT GD C H L M O
task /tɑːsk/ = NOUN: έργο, αγγαρεία; USER: έργο, καθήκον, εργασία, αποστολή, εργασιών

GT GD C H L M O
text /tekst/ = NOUN: κείμενο, εδάφιο, θέμα; USER: κείμενο, κείμενο που, κειμένου, το κείμενο, κειμένων

GT GD C H L M O
thanks /θæŋks/ = NOUN: ευχαριστίες; USER: ευχαριστίες, ευχαριστώ, χάρη, Ευχαριστούμε, Thanks

GT GD C H L M O
that /ðæt/ = CONJUNCTION: ότι, ώστε, πως; ADVERB: τόσο; PRONOUN: εκείνος, όστις; USER: ότι, πως, ώστε, που, ότι η, ότι η

GT GD C H L M O
the /ðiː/ = ARTICLE: ο; USER: ο, η, το, την, της

GT GD C H L M O
their /ðeər/ = PRONOUN: τους, αυτών των, δικός τους; USER: τους, του, τους για, των, των

GT GD C H L M O
thereby /ˌðeəˈbaɪ/ = ADVERB: εκ τούτου, από αυτό, διά τούτου; USER: εκ τούτου, έτσι, τρόπο αυτό, τον τρόπο αυτό, ως εκ τούτου

GT GD C H L M O
they /ðeɪ/ = PRONOUN: αυτοί; USER: αυτοί, που, ότι, να, θα, θα

GT GD C H L M O
this /ðɪs/ = PRONOUN: αυτό, τούτος, ούτος; USER: αυτό, αυτή, Αυτό το, αυτή η, Η παρούσα, Η παρούσα

GT GD C H L M O
those /ðəʊz/ = PRONOUN: tamti; USER: εκείνοι, εκείνους, εκείνες, αυτές, εκείνων, εκείνων

GT GD C H L M O
time /taɪm/ = NOUN: φορά, ώρα, χρόνος, εποχή, καιρός; VERB: κανονίζω τον καιρό, μετρώ τον καιρό, συγχρονίζω; USER: χρόνος, ώρα, φορά, καιρός, εποχή, εποχή

GT GD C H L M O
to /tuː/ = USER: to-, to, για, προς, μέχρι, εις; USER: να, για, προς, μέχρι, σε, σε

GT GD C H L M O
tool /tuːl/ = NOUN: εργαλείο, σύνεργο, ψωλή; VERB: κατεργάζομαι; USER: εργαλείο, εργαλείου, μέσο, εργαλείο για, το εργαλείο

GT GD C H L M O
tv /ˌtiːˈviː/ = ABBREVIATION: τηλεόραση; USER: τηλεόραση, tv, τηλεόρασης, τηλεοραση, τηλεοπτική

GT GD C H L M O
understand /ˌʌn.dəˈstænd/ = VERB: pochopit, porozumět, rozumět, chápat, vyrozumět, usuzovat, mít pochopení; USER: καταλαβαίνω, κατανοώ, κατανοήσουν, κατανοήσουμε, καταλάβετε, καταλάβετε

GT GD C H L M O
up /ʌp/ = PREPOSITION: επάνω, πάνω; ADVERB: άνω; ADJECTIVE: όρθιος; VERB: εγείρομαι, υψώνω; USER: επάνω, πάνω, άνω, μέχρι, έως, έως

GT GD C H L M O
us /ʌs/ = PRONOUN: μας, εμάς; USER: μας, εμάς, μαζί μας, us, μας να, μας να

GT GD C H L M O
use /juːz/ = NOUN: χρήση, χρησιμότητα, συνήθεια, μεταχείριση, χρησιμότης; VERB: χρησιμοποιώ, συνηθίζω, κάνω χρήση, μεταχειρίζομαι; USER: χρήση, χρησιμοποιώ, χρησιμοποιήσετε, χρησιμοποιούν, χρησιμοποιείτε

GT GD C H L M O
user /ˈjuː.zər/ = ADJECTIVE: μεταχειριζόμενος; USER: χρήστη, χρήστης, χρηστών, το χρήστη, χρήσης

GT GD C H L M O
users /ˈjuː.zər/ = USER: χρήστες, Οι χρήστες, χρηστών, τους χρήστες, στους χρήστες

GT GD C H L M O
using /juːz/ = VERB: χρησιμοποιώ, συνηθίζω, κάνω χρήση, μεταχειρίζομαι; USER: χρησιμοποιώντας, χρήση, τη χρήση, με, χρησιμοποιούν, χρησιμοποιούν

GT GD C H L M O
very /ˈver.i/ = ADVERB: πολύ, ακριβώς, λίαν, ακόμη και; ADJECTIVE: αληθής, ατούσιος; USER: πολύ, ιδιαίτερα, είναι πολύ, ακριβώς, ακριβώς

GT GD C H L M O
visitors /ˈvizitər/ = NOUN: επισκέπτης, μουσαφίρης; USER: επισκέπτες, οι επισκέπτες, επισκεπτών, τους επισκέπτες, στους επισκέπτες

GT GD C H L M O
visual /ˈvɪʒ.u.əl/ = ADJECTIVE: οπτικός; USER: οπτικός, οπτική, οπτικό, οπτικής, οπτικά

GT GD C H L M O
voice /vɔɪs/ = NOUN: φωνή, λαλιά; VERB: εκφράζω; USER: φωνή, φωνής, φωνητικής, φωνητική, τη φωνή, τη φωνή

GT GD C H L M O
wants /wɒnt/ = VERB: θέλω, χρειάζομαι, έχω έλλειψη; NOUN: ανάγκη, έλλειψη, ένδεια; USER: θέλει, επιθυμεί, θέλουν, θέλουν

GT GD C H L M O
way /weɪ/ = NOUN: τρόπος, δρόμος, μέσο, διαδρομή, οδός, πέρασμα; USER: τρόπος, δρόμος, τρόπο, τρόπος για, τον τρόπο, τον τρόπο

GT GD C H L M O
we /wiː/ = PRONOUN: εμείς; USER: εμείς, θα, που, έχουμε, μπορούμε, μπορούμε

GT GD C H L M O
web /web/ = NOUN: ιστός, μεμβράνη, ύφασμα, υφή; VERB: περιπλέκω, συνυφαίνω; USER: ιστός, Web, διαδίκτυο, στο Web, ιστοσελίδων

GT GD C H L M O
well /wel/ = ADVERB: καλά, καλώς; NOUN: πηγάδι, φρέαρ, πηγή; ADJECTIVE: υγιής; VERB: αναβλύζω; USER: καλά, καλώς, και, επίσης, καθώς, καθώς

GT GD C H L M O
what /wɒt/ = PRONOUN: τι, τις, ποιός, ποσόν; USER: τι, αυτό, αυτό που, ποια, ποια

GT GD C H L M O
whatever /wɒtˈev.ər/ = USER: ανεξαρτήτως, ανεξάρτητα από, όποια και αν είναι, ανεξάρτητα, όποια και αν

GT GD C H L M O
whenever /wenˈev.ər/ = ADVERB: οποτεδήποτε, οσάκις; USER: οποτεδήποτε, οσάκις, όποτε, κάθε φορά, όταν

GT GD C H L M O
wherever /weəˈrev.ər/ = ADVERB: οπουδήποτε; USER: οπουδήποτε, όπου, όπου κι, όπου και, όπου και

GT GD C H L M O
whether /ˈweð.ər/ = CONJUNCTION: αν, εάν, είτε; USER: αν, εάν, είτε, κατά πόσον, πόσον

GT GD C H L M O
which /wɪtʃ/ = PRONOUN: ο οποίος, ποιός; USER: ο οποίος, που, οποία, η οποία, οποίο, οποίο

GT GD C H L M O
while /waɪl/ = CONJUNCTION: ενώ, μολονότι, καθ' όν χρόνον; NOUN: λίγο καιρό, χρόνος, διάστημα χρονικό; VERB: περνώ; USER: ενώ, ενώ η, κατά, ενώ οι, ενώ οι

GT GD C H L M O
who /huː/ = PRONOUN: ποιός; USER: που, ο οποίος, οι οποίοι, οποίος, ποιος, ποιος

GT GD C H L M O
whose /huːz/ = PRONOUN: τίνος, ποιανού, γενική του WHO, γενική του WHICH; USER: των οποίων, των οποίων οι, του οποίου, οποίων, οποίου

GT GD C H L M O
window /ˈwɪn.dəʊ/ = NOUN: παράθυρο; USER: παράθυρο, window, παραθύρου, παραθύρων, παράθυρο του, παράθυρο του

GT GD C H L M O
with /wɪð/ = PREPOSITION: με, μαζί, μετά, συν; USER: με, με το, με την, με τις, με τα, με τα

GT GD C H L M O
work /wɜːk/ = NOUN: εργασία, έργο, δουλειά; VERB: εργάζομαι, δουλεύω, λειτουργώ, κατεργάζομαι; USER: εργασία, δουλειά, έργο, εργάζονται, εργαστούν, εργαστούν

GT GD C H L M O
write /raɪt/ = VERB: γράφω, συνθέτω, συγγράφω; USER: γράφω, γράφετε, γράφετε e, γράψετε, γράψει, γράψει

GT GD C H L M O
your /jɔːr/ = PRONOUN: váš, svůj, tvůj; USER: σας, σου, σας για, το, το

GT GD C H L M O
yourself /jɔːˈself/ = PRONOUN: σύ ο ίδιος, το εαυτόν σου; USER: τον εαυτό σας, εαυτό σας, τον εαυτό, σας, εαυτό, εαυτό

205 words